- βέλος
- Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους πιο πρωτόγονους λαούς ήταν φτιαγμένη από μια σκληρή αιχμηρή πέτρα ή κόκαλο, αργότερα όμως κατασκευαζόταν από μπρούντζο, σίδερο και τελικά από ατσάλι και είχε διάφορα σχήματα κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Η γλυφή είναι αυλάκι ή δόντι –ανοιγμένο στο πίσω μέρος του ακοντίου– που στηρίζεται στη χορδή του τόξου. Λίγο πιο μπροστά στη γλυφή τοποθετούνται είτε φυσικά φτερά (πτερωτή γλυφή) είτε μεταλλικά πτερύγια, που σκοπό έχουν να σταθεροποιήσουν τη διαδρομή του β. Ένα παρεπόμενο του β., διαδεδομένο από τους προϊστορικούς χρόνους, είναι η φαρέτρα, δερμάτινη ή ξύλινη θήκη στην οποία οι τοξότες έβαζαν τα β. Εκτός από το τυπικό β., κατά τον Μεσαίωνα ήταν σε χρήση παρόμοια όπλα, που ανάλογα με τον τύπο και τον σκοπό για τον οποίο προορίζονταν έφεραν διάφορα ονόματα.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, μικρά β. από ατσάλι, μήκους 12 εκ., αφήνονταν να πέσουν από αεροπλάνα και πηδαλιουχούμενα επάνω σε συγκεντρωμένα τμήματα στρατού. Τα β. αυτά προκαλούσαν σοβαρά τραύματα λόγω της μεγάλης ταχύτητας που αποκτούσαν καθώς έπεφταν από σημαντικό ύψος.
ΒΕΛΟΥΔΟ
Αιχμές βελών? πάνω, της ανωτέρας παλαιολιθικής και κάτω, της νεολιθικής εποχής.
Αιχμές βελών που χρησιμοποιούν οι Ινδιάνοι του Άνω Αμαζονίου, στη Βραζιλία.
Πάνω, τα μέρη του βέλους: α) αιχμή, β) ακόντιο, γ) πτέρωμα, δ) γλυφή. Κάτω, μερικοί ασυνήθιστοι τύποι αιχμών βελών.
Αιχμές βελών? πάνω, της ανωτέρας παλαιολιθικής και κάτω, της νεολιθικής εποχής.
Πάνω, τα μέρη του βέλους: α) αιχμή, β) ακόντιο, γ) πτέρωμα, δ) γλυφή. Κάτω, μερικοί ασυνήθιστοι τύποι αιχμών βελών.
Άποψη του οικισμού Βέλος στην Εύβοια.
* * *το (AM βέλος)1. μικρό και λεπτό ξύλινο ακόντιο, το οποίο εκσφενδονίζεται από το τόξο, με αιχμή από μέταλλο στο ένα άκρο και φτερά στο άλλο, τα οποία διευκολύνουν την ευστάθεια της τροχιάς του2. οτιδήποτε έχει σχήμα βέλους3. οτιδήποτε είναι ταχύ και διαπεραστικό σαν βέλος («τα βέλη της συκοφαντίας»)νεοελλ.Ι. 1. γραμμ. το σημείο — > ή >, που μπαίνει ανάμεσα σε παράγωγο και παραγόμενη λέξη ή φθόγγο, όπως λ.χ. βαίνω > βατός κ.λπ.2. αρχιτ. α) πυραμιδοειδές ή κωνικό κατασκεύασμα που δεσπόζει του κωδωνοστασίουβ) ακιδωτό επιστέγασμα κωδωνοστασίουγ) ύψος τόξου ενός θόλου, που λαμβάνεται κατά τη μέτρηση της καθέτου της χορδής που υψώνεται από το μέσο της χορδής μέχρι το μέσο του τόξουII. φρ.1. «εξ οικείων τα βέλη» — για επιθέσεις που προέρχονται από συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον2. «πάρθιον βέλος» — απροσδόκητη και ύπουλη επίθεσημσν.η σάλπιγγααρχ.1. οτιδήποτε μπορεί να εκτοξευθεί εναντίον εχθρού ή αντιπάλου, πέτρα, κεραυνός κ.λπ.-2. οποιαδήποτε αιχμηρό όπλο, ξίφος, πελέκι κ.λπ.3. η απόσταση που διανύει το βέλος4. το κεντρί (του σκορπιού, του οίστρου κ.λπ.)5. πολεμική μηχανή6. φρ. α) «ἀγανὰ βέλεα»(του Απόλλωνος ή της Αρτέμιδος) που προκαλούν γρήγορο και ανώδυνο θάνατοβ) «βέλος ὀξύ» — οι πόνοι του τοκετούγ) «φίλοικτον βέλος» — ματιά γεμάτη οίκτο, ή «ἱμέρου βέλος» — ερωτική ματιά9. «βέλη τὰ ἀπὸ τοῡ στόματος» — λόγοι ή επιχειρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βέλος φέρει την απαθή βαθμίδα βελ- της ρίζας *gwel- (πρβλ. βάλλω).ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βελοθήκη, βελοποιόςαρχ.βελοστασία, βελόστασις, βελοσφενδόνηνεοελλ.βεληνεκές, βελοεδής, βελοθυρίδα, βελομαντεία(Β' συνθετικό) εμβελήςαρχ.ακροβελής, καταβελής, οξυβελής, συμβελής].
Dictionary of Greek. 2013.